ἀμφηρεφής

ἀμφηρεφής
ἀμφηρεφής
covered on both sides
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αμφηρεφής — ἀμφηρεφής, ές (ΑΜ) στεγασμένος αρχ. (για τη φαρέτρα τού Απόλλωνος) αυτή που είναι κλεισμένη και από τις δύο πλευρές, επάνω και κάτω κλειστή, καλά κλεισμένη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) * + ηρεφὴς < ἐρέφω «καλύπτω με στέγη» (πρβλ. ὑψηρεφής, πετρηρεφής …   Dictionary of Greek

  • ἀμφηρεφῆ — ἀμφηρεφής covered on both sides neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀμφηρεφής covered on both sides masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀμφηρεφής covered on both sides masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφηρεφεῖς — ἀμφηρεφής covered on both sides masc/fem acc pl ἀμφηρεφής covered on both sides masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφηρεφέα — ἀμφηρεφής covered on both sides neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἀμφηρεφής covered on both sides masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφηρεφές — ἀμφηρεφής covered on both sides masc/fem voc sg ἀμφηρεφής covered on both sides neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφηρεφοῦς — ἀμφηρεφής covered on both sides masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφηρεφέος — ἀμφηρεφής covered on both sides masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… …   Dictionary of Greek

  • δαφνηρεφής — δαφνηρεφής, ές (Α) σκεπασμένος με δάφνες. [ΕΤΥΜΟΛ. δάφνη + ηρεφής < ερέφω «καλύπτω με στέγη» (πρβλ. αμφηρεφής, υψηρεφής)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”